- διώξιμο
- τοεκδίωξη, αποπομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. τού μέλλοντα διώξω (τού ρ. διώκω) + (κατάλ.) -ιμο (πρβλ. γράφω-γράψω-γράψιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διώξιμο — το αποπομπή, κατατρεγμός, εκδίωξη: Μου είπε ότι τον έχουν για διώξιμο από τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξωση — η 1. το βγάλσιμο με ώθηση, με τη βία, η εκδίωξη, το διώξιμο. 2. (για βασιλιάδες), εκθρόνιση και εκτοπισμός: Η έξωση του Όθωνα. 3. (νομ.), το διώξιμο του ενοικιαστή από το ακίνητο που νοικιάζει, ύστερα από δικαστική απόφαση που προκάλεσε ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
απολακτισμός — ἀπολακτισμός, ο (AM) μσν. περιφρόνηση, παράβαση (του όρκου) αρχ. 1. το διώξιμο με κλοτσιές 2. ιατρ. είδος αιμορραγίας … Dictionary of Greek
απολογία — κ. γιά, η (AM ἀπολογία) [απόλογος] 1. απόκρουση κατηγορίας 2. δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς μσν. νεοελλ. 1. απάντηση 2. το δικαίωμα ν απολογηθεί κάποιος 3. αποπομπή, διώξιμο μσν. 1. άδεια για αποχώρηση 2. χαιρετισμός … Dictionary of Greek
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek
μυιοσόβη — η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη) δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι αρχ. μτφ. μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek